- συμφορά
- η несчастье, несчастный случай;бедствие, беда;
τί συμφορά! — какое несчастье!;
§ (δχ!) συμφοράσυμφορά σου! ( — ах,) несчастный!
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τί συμφορά! — какое несчастье!;
§ (δχ!) συμφοράσυμφορά σου! ( — ах,) несчастный!
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συμφορά — συμφορά̱ , συμφορά bringing together fem nom/voc/acc dual συμφορά̱ , συμφορά bringing together fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφορᾷ — συμφορά bringing together fem dat sg (attic doric aeolic) συμφοράζω bewail fut ind mid 2nd sg (epic) συμφοράζω bewail fut ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφορά — η, ΝΜΑ, και διαλ. τ. συφορά Ν, και ιων. τ. συμφορή Α 1. κακοτυχία, δυστυχία, ατύχημα (α. «τόν βρήκε μεγάλη συμφορά» β. «ὑπὸ τῆς συμφορῆς ἐκπεπληγμένος», Ηρόδ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που φέρνει κακοτυχία, δεινά (α. «αυτός είναι αληθινή συμφορά για… … Dictionary of Greek
σύμφορα — σύμφορος accompanying neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμφορά — συμφορά̱ , συμφορά bringing together fem nom/voc/acc dual συμφορά̱ , συμφορά bringing together fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφορᾶι — συμφορᾷ , συμφορά bringing together fem dat sg (attic doric aeolic) συμφορᾷ , συμφοράζω bewail fut ind mid 2nd sg (epic) συμφορᾷ , συμφοράζω bewail fut ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφοράσαι — συμφορά̱σᾱͅ , συμφοράζω bewail fut part act fem dat sg (doric) συμφοράζω bewail aor inf act συμφοράσαῑ , συμφοράζω bewail aor opt act 3rd sg συμφορά̱σαῑ , συμφορέω bring together aor opt act 3rd sg (attic) συμφορά̱σαῑ , συμφορέω bring together … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμφορᾶι — συμφορᾷ , συμφορά bringing together fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμφορᾷ — συμφορᾷ , συμφορά bringing together fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμφοράν — συμφορά̱ν , συμφορά bringing together fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμφοράς — συμφορά̱ς , συμφορά bringing together fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)